- παραβώμιον
- παραβώμιοςbesidemasc/fem acc sgπαραβώμιοςbesideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραβώμιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στον βωμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραβώμιον ύμνος που άδεται κοντά στον βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βωμός + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek